- ευρησίλογος
- εὑρησίλογος και εὑρεσίλογος, -ον (ΑΜ)ικανός να εφευρίσκει, να πλάθει μύθουςαρχ.ικανός, επιτήδειος στο να βρίσκει έξυπνα επιχειρήματα για κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρησι- (< ευρίσκω, πρβλ. ευρησι-επής) + λόγος (< λέγω). Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος. Ο τ. ευρεσί-λογος είναι μτγν.].
Dictionary of Greek. 2013.